σκηνή, η, ουσ.
[<αρχ. σκηνή], η σκηνή. 1. το μέρος του θεάτρου όπου εμφανίζονται και
παίζουν οι ηθοποιοί και, κατ’ επέκταση, το θέατρο: «στη σκηνή του Κρατικού
Θεάτρου Βορείου Ελλάδος διάφοροι εκλεκτοί σκηνοθέτες ανέβασαν πολλά έργα από το
ελληνικό και παγκόσμιο θεατρικό ρεπερτόριο». 2. το αντίσκηνο: «μόλις
άρχισε να βρέχει, μπήκαμε όλοι μέσα στη σκηνή». 3. επεισόδιο ή
λογομαχία, ιδίως για ερωτικούς λόγους, από ζηλοτυπία: «όπου και να πάει αυτό το
ζευγάρι, είναι όλο σκηνές!». 4. (γενικά) επεισόδιο, λογομαχία, συμπλοκή:
«τι σκηνή έγινε χτες βράδυ στα μπουζούκια;». Υποκορ. σκηνούλα, η.
(Ακολουθούν 11 φρ.)·
-
ανεβάζω στη σκηνή, παρουσιάζω θεατρικό έργο σε θέατρο: «είναι πολύ
γνωστός σκηνοθέτης, γιατί ανέβασε μέχρι τώρα στη σκηνή πάρα πολλά έργα»·
-
ανεβαίνω στη σκηνή, (για θεατρικά έργα) παρουσιάζομαι από θέατρο: «πότε
ανέβηκε στη σκηνή αυτό το έργο;»· βλ. φρ. βγαίνω στη σκηνή·
-
βγαίνω στη σκηνή, γίνομαι ηθοποιός, ιδίως ηθοποιός θεάτρου: «έγινε
μεγάλη και τρανή, γιατί βγήκε απ’ τα παιδικά της χρόνια στη σκηνή»·
-
κάνω σκηνή, α. δημιουργώ επεισόδιο, λογομαχώ, συμπλέκομαι: «είναι
πολύ οξύθυμος άνθρωπος και με το παραμικρό κάνει σκηνή». β. δημιουργώ
επεισόδιο ζηλοτυπίας: «είπαμε να ζηλεύεις, βρε παιδάκι μου, αλλά κι εσύ, με το
παραμικρό, κάνεις σκηνή στη φουκαριάρα!»·
-
όλη η οικογένεια επί σκηνής, βλ. λ. οικογένεια·
-
όλος ο θίασος επί σκηνής, βλ. λ. θίασος·
-
σκηνές απείρου κάλλους, βλ. λ. κάλλος·
-
σκηνές ροκ, βλ. λ. ροκ·
-
τον ανεβάζω στη σκηνή, βλ. συνηθέστ. τον βγάζω στη σκηνή·
-
τον βγάζω στη σκηνή, τον παρουσιάζω ως ηθοποιό, ιδίως ως ηθοποιό
θεάτρου: «αυτός ο σκηνοθέτης έχει βγάλει στη σκηνή τους πιο πολλούς ηθοποιούς»·
-
του (της) κάνω σκηνή, του (της) δημιουργώ επεισόδιο, λογομαχώ μαζί του
(της), ιδίως για ερωτικούς λόγους, του (της) δημιουργώ επεισόδιο ζηλοτυπίας:
«είναι τόσο ζηλιάρης ο άντρας της, που, λίγο να κοιτάξει η γυναίκα κάπου, της
κάνει αμέσως σκηνή».